Κάνοντας τα κτίρια λιγότερο σαν ανεξάρτητα αντικείμενα, αυτά γίνονται πιο «ανοιχτά». Αυτό προκύπτει από το διάβασμά τους ως μία «συγκόλληση» συστατικών στοιχείων, από τη μία, και από την ενσωμάτωσή τους στο σύνολο της πόλης, από την άλλη. Περιορίζοντας την αντικειμενικότητα των κτιρίων, περιορίζεται και η αντίθεση μεταξύ κτισμένου και άκτιστου, καθώς επίσης και η διαφορά μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Φυσικά το μέσα και το έξω δε μπορούν να αναμιχθούν πλήρως, περισσότερο από μία διαβάθμιση δημοσίου και ιδιωτικού, και αυτό λόγω κλιματικών απαιτήσεων και ασφαλείας. Παρ’ όλα αυτά οι κτισμένες «μονάδες» μπορούν να απαλλαγούν από την ανεξαρτησία τους όταν αλληλεπιδρούν με άλλες, ώστε να «θολώνουν» τα όρια του δημοσίου χώρου. Με αυτό τον τρόπο χάνουν και αυτές τα όρια τους.
“ Η αλληλεπίδραση του ανοιχτού με το κλειστό, του δημοσίου με το ιδιωτικό και η δημιουργία ενδιάμεσων χώρων είναι της ίδιας σημασίας με τον κτισμένο χώρο”
Τη συνύφανση της ιδιωτικής υπόστασης των δημόσιων περιοχών των δρόμων ως περασμάτων, τη συναντούμε στις αρχαίες πόλεις της Μεσογείου και της Ανατολής, απ’ όπου προέρχεται και το όνομα kasbahism. Ο «κασμπαϊσμός» ενέπνευσε πολλές λοφωειδείς μελέτες για πόλεις, από τις οποίες η μόνη υλοποιημένη είναι η παραπάνω του Moshe Safdie στο Montreal.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου